ανασταίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανασταίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανασταίνω

ανασταίνομαι, στ.μέλλ.: θα αναστηθώ, αόρ.: αναστήθηκα, μτχ.π.π.: αναστημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]