αἰσθάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αισθάνομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

αἰσθάνομαι

  • αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]