δαγκωματιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαγκωματιά | οι | δαγκωματιές |
γενική | της | δαγκωματιάς | των | δαγκωματιών |
αιτιατική | τη | δαγκωματιά | τις | δαγκωματιές |
κλητική | δαγκωματιά | δαγκωματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαγκωματιά < δάγκωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δαγκωματιά θηλυκό